ἱματιομίσθης

ἱματιομίσθης
ἱμᾰτιο-μίσθης, ου
A

, ὁ

one who lets out actor's costumes,

IG12(9).207.22

(Eretria, iii B.C.), SIG424.85 (Delph., iii B.C.), Poll.7.78, AB100.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιματιομίσθης — ἱματιομίσθης, ὁ (Α) αυτός που έδινε με ενοίκιο θεατρικά κοστούμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + μισθῶ «νοικιάζω, εκμισθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ἱματιομίσθαι — ἱματιομίσθης one who lets out actor s costumes masc nom/voc pl ἱματιομίσθᾱͅ , ἱματιομίσθης one who lets out actor s costumes masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματιομίσθας — ἱματιομίσθᾱς , ἱματιομίσθης one who lets out actor s costumes masc acc pl ἱματιομίσθᾱς , ἱματιομίσθης one who lets out actor s costumes masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα …   Dictionary of Greek

  • ιματιομισθωτής — ἱματιομισθωτής, ὁ (Α) ιματιομίσθης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”